-
1 γαναω
1) блистать, сверкать, сиять(θώρηκες γανόωντες Hom.; νάρκισσος γανόων HH.)
2) прославлять(γανάοντες θεούς Aesch. - v. l. см. γανάεις)
-
2 γαναεις
(γανάεντες θεούς Aesch. - v. l. γανάοντες)
См. также в других словарях:
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek